- κηκός
- κήξternfem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καύαξ — καύαξ, ακος, ιων. τ. καύηξ, ηκος, ό, ομηρ. τ. κήξ, κηκός, ἡ (Α) είδος θαλάσσιου πτηνού, πιθανώς ο γλάρος («ἄντλῳ δ ἐνθούπησε πεσοῡσ ὡς εἰναλίη κήξ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η κατάλ. θυμίζει το ἱέρ αξ, ενώ το θ. προέρχεται μάλλον από ονοματοποιία και… … Dictionary of Greek
κηξ — (I) κἠξ (Α) (δωρ. κράση) καὶ ἐξ. (II) κήξ, κηκός, ἡ (Α) βλ. καύαξ. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. καύαξ] … Dictionary of Greek
νενικηκός — νενῑκηκός , νικάω conquer perf part act neut nom/voc/acc sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)